Ο Κωνσταντίνος Νανιόπουλος (φωτογραφία) εργάζεται επί 21 χρόνια ως νοσηλευτής σε ΜΕΘ και τους τελευταίους 14 μήνες στη ΜΕΘ COVID-19 του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Λάρισας.

Σε ημερίδα του Τμήματος Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που έγινε το βράδυ της Τετάρτης, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτών, κλήθηκε να περιγράψει τι σημαίνει να είναι κανείς νοσηλευτής σε ΜΕΘ COVID.

«Σαν να σε πιάνουν και να σε ρίχνουν στον ωκεανό». «Χάνεις τον ύπνο σου όταν μπαίνεις στη ΜΕΘ», ήταν ορισμένες από τις πρώτες του επισημάνσεις. Περιέγραψε τις συνθήκες ακραίας πίεσης που έχουν να διαχειριστούν οι νοσηλευτές, λόγω της μεγάλης ευθύνης, των αυξημένων υποχρεώσεων, της δυσφορίας από την ολόσωμη στολή προστασίας που φορούν επί πολλές ώρες, της συναισθηματικής ταύτισης με τους ασθενείς και της επικοινωνίας με συγγενείς.

«Συνάδελφοι έχουν λιποθυμήσει από την πίεση και παρ’ όλα αυτά έχουν επιστρέψει την ίδια μέρα για τη βραδινή βάρδια», είπε για να προσθέσει πως πολλές φορές η επιστροφή στο σπίτι μετά τη βάρδια σημαίνει μόνο ξεκούραση και ύπνο μέχρι την επόμενη.

Ο ίδιος παρατήρησε πως στη ΜΕΘ νοσηλεύονται την τελευταία περίοδο πολλοί 50άρηδες και λιγότεροι ηλικιωμένοι λόγω των εμβολιασμών. «Είναι τρομερό να βλέπεις νέους ανθρώπους χωρίς υποκείμενα νοσήματα να μπαίνουν στη ΜΕΘ και να καταλήγουν. Να φεύγουν ανδρόγυνα με διαφορά μιας μέρας ο ένας από τον άλλο. Βλέπεις ανθρώπους που πάνε καλά, τους ξυπνάς και σε τρεις ώρες παρουσιάζουν τέτοια επιδείνωση και φεύγουν. Υπήρξαν στιγμές που δεν μπορούσαμε να σηκωθούμε από την καρέκλα. Καθόμασταν και κοιτούσαμε το υπερπέραν», διηγήθηκε για να προσθέσει πως ο νοσηλευτής πολλές φορές πρέπει να παίξει και το ρόλο του ψυχολόγου, ώστε να διαχειριστεί τον πόνο των συγγενών.

«Μας τηλεφωνούν συγγενείς που δεν μπορούν να δουν τους ανθρώπους τους. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μέσα μάνα και πατέρα. Παίρνουν τηλέφωνο και κλαίνε. Χάθηκαν άνθρωποι και δεν μπορούσε κανείς να κάνει την κηδεία, γιατί νοσούσαν όλοι στο σπίτι. Μας ρωτούσαν πώς μπορεί να κρατηθεί ο νεκρός στο νοσοκομείο. Όλα αυτά περνάνε από τα δικά μας χέρια», τόνισε.

Τι είναι η κόπωση συμπόνοιας

Όπως επεσήμανε μιλώντας στην ίδια εκδήλωση ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ευάγγελος Φραδέλος, εκτός από τα υψηλά επίπεδα στρες στα οποία εκτίθενται καθημερινά οι νοσηλευτές στη διάρκεια της εργασίας τους, διαχειρίζονται και τα προσωπικά τους αισθήματα για τον άνθρωπο που πονάει και καλούνται να φροντίσουν. Έτσι, πολλές φορές εμφανίζεται το λεγόμενο δευτερογενές μετατραυματικό στρες ή αλλιώς κόπωση της συμπόνοιας.

«Οι νοσηλευτές σήμερα στα νοσοκομεία, μέσα στην πανδημία, βρίσκονται δίπλα σε άτομα που βιώνουν έντονα ψυχοσωματικά προβλήματα λόγω της πάθησης, αλλά και έντονο ψυχικό πόνο. Κάθε φορά που φροντίζουμε κάποιον δίνουμε και ένα κομμάτι του εαυτού μας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που αργά ή γρήγορα και εμείς οι ίδιοι θα χρειαστούμε κάποια φροντίδα», εξήγησε, και πρόσθεσε πως η θλίψη του νοσηλευτή για την απώλεια του ασθενή, όταν αυτή δεν αναγνωρίζεται και δεν εκφράζεται, μπορεί να λειτουργήσει ως πυριτιδαποθήκη, έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. «Ακριβώς τότε είναι η στιγμή που βιώνουμε αυτό το δευτερογενές τραυματικό στρες ή την κόπωση της συμπόνιας», είπε.

Ο νοσηλευτής συχνά φροντίζει ασθενή στα τελικά στάδια μιας νόσου και στη συνέχεια έχει εμπλοκή και στη μεταθανάτια φροντίδα του. Πολλές φορές αντιμετωπίζει μαχητικούς ασθενείς, δέχεται λεκτικές επιθέσεις από συγγενείς ή από δικούς του συνεργάτες. Αντιμετωπίζει καταστάσεις στρες που σχετίζονται με την υπερβολική αύξηση των ευθυνών λόγω ανεπαρκούς αναλογίας νοσηλευτή και ασθενή, ή βιώνει το αίσθημα της ανικανότητας να κάνει κάτι ώστε να βοηθήσει κάποιον.

Η πανδημία αύξησε το μετατραματικό στρες

Παρουσιάζοντας συγκριτικά στοιχεία από μελέτες που έγιναν σε ΜΕΘ και ψυχιατρικά τμήματα νοσοκομείων πριν από την πανδημία, σε αντιπαραβολή με μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε νοσοκομείο αναφοράς στη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, σε συνεργασία του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, ο κ. Φραδέλος ανέφερε πως ο COVID-19 αύξησε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το δευτερογενές τραυματικό στρες στο νοσηλευτικό προσωπικό.

«Στο πρώτο κύμα το 77% των συναδέλφων που συμμετείχαν στην έρευνα εμφάνιζε δευτερογενές τραυματικό στρες μέτριου ή υψηλού βαθμού, ως αποτέλεσμα της συναισθηματικής εμπλοκής και της κόπωσης από τη συμπόνοια, παρέχοντας φροντίδα σε ασθενείς που πάσχουν από COVID-19″, είπε και πρόσθεσε: «αυτό έχει ως αποτέλεσμα την υπερκόπωση, την κακή απόδοση στην εργασία και πολλά σωματικά ενοχλήματα, καθώς επίσης και αντιδράσεις που περιλαμβάνουν την έλλειψη ενθουσιασμού, την κατάθλιψη, την ευερεθστικότητα, την έντονη ανακίνηση συναισθημάτων, την απώλεια της ικανότητας να απολαμβάνουν τη ζωή και την καθημερινότητα».

Τα στοιχεία δείχνουν πως η Ελλάδα στη συγκεκριμένη περίοδο (άνοιξη 2020) παρουσίασε λίγο καλύτερη εικόνα από κράτη που εκτέθηκαν περισσότερο στο πρώτο κύμα της πανδημίας, όπως η Κίνα και η Ιταλία, όμως βρέθηκε σε δυσμενέστερη κατάσταση σε σχέση με άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Ισπανία.

Στις στρατηγικές διαχείρισης του δευτερογενούς μετατραυματικού στρες περιλαμβάνονται μέθοδοι απόσπασης του επαγγελματικού ρόλου του νοσηλευτή μετά το τέλος της βάρδιας, με δραστηριότητες που αναζωογονούν το πνεύμα, όπως η σωματική άσκηση, οικογενειακές δραστηριότητες ή ενασχόληση με την πνευματικότητα.

ΠΗΓΗ: https://www.larisanew.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *